συμπιέζομαι

συμπιέζομαι
συμπιέζομαι, συμπιέστηκα, συμπιεσμένος βλ. πίν. 36

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αλληλοτυπώ — ἀλληλοτυπῶ (Α) προσκρούω αμοιβαία, συμπιέζομαι και συμπιέζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < *ἀλληλότυπος < ἀλληλο * + τύπος < τύπτω] …   Dictionary of Greek

  • αντιπεριίστημι — ἀντιπεριίστημι (Α) 1. περιβάλλω και συμπιέζω από παντού 2. φέρνω, διαδίδω κάτι παντού 3. ( αμαι) α) συμπιέζομαι από παντού β) αντικαθίσταμαι από άλλη ουσία …   Dictionary of Greek

  • εμπιλούμαι — ἐμπιλοῡμαι ( έομαι) (Α) συνθλίβομαι, συμπιέζομαι …   Dictionary of Greek

  • καταλαμβάνω — (AM καταλαμβάνω) 1. γίνομαι κύριος ενός πράγματος με βίαιο τρόπο, κατακτώ (α. «ο στρατός κατέλαβε καίριες θέσεις» β. «κατέλαβε τὴν ἀκρόπολιν», Θουκ.) 2. παίρνω κάτι στην κυριότητά μου, εξουσιάζω (α. «κατέλαβε την καρδιά της» β. «κατέλαβον τὴν τοῡ …   Dictionary of Greek

  • προστοιβάζομαι — Μ στοιβάζομαι προηγουμένως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + στοιβάζομαι «συσσωρεύομαι, συμπιέζομαι»] …   Dictionary of Greek

  • στεγνώνω — στεγνῶ, όω, ΝΜΑ [στεγνός] νεοελλ. 1. καθιστώ στεγνό κάτι, αφαιρώ την υγρασία του («στεγνώνω τα ρούχα στον ήλιο») 2. (αμτβ.) αποβάλλω την υγρασία, γίνομαι στεγνός («στέγνωσε το πάτωμα») 3. μτφ. αδυνατίζω («στέγνωσε από τη στενοχώρια του») 4. φρ.… …   Dictionary of Greek

  • συμπιέζω — ΝΜΑ 1. πιέζω δυνατά, συνθλίβω 2. (κυρίως το παθ.) συμπιέζομαι ελαττώνομαι σε όγκο, περιορίζομαι, μαζεύομαι (α. «οι πλευρές συμπιέζονται» β. «ἡ κοιλία συμπιέζεται ταῑς πλευραῑς», Αριστοτ.) αρχ. 1. κλείνω σφιχτά («ἐφίλησεν οὐχὶ συμπιέσασα τὸ στόμα» …   Dictionary of Greek

  • συνδιώκω — Α 1. καταδιώκω κάποιον μαζί με άλλον, βοηθώ και εγώ στην καταδίωξη κάποιου 2. κατηγορώ κάποιον από κοινού με άλλον 3. παθ. συνδιώκομαι α) συμπιέζομαι, στρυμώχνομαι β) πιέζομαι («ἂν μὴ σφόδρα ὑπό τινος ἀνάγκης συνδιωκώμεθα», Λογγίν.) γ) κυριεύομαι …   Dictionary of Greek

  • συνειλώ — έω, Α 1. συσσωρεύω, στρυμώχνω σε ένα μέρος 2. (σχετικά με πράγματα) συνάπτω, συνδέω («συνειλέουσι τὰς ῥάβδους ὀπίσω», Ηρόδ.) 3. μέσ. συνειλοῡμαι, έομαι (για σκαντζόχοιρο) κουβαριάζομαι 4. παθ. συσσωρεύομαι ή συμπιέζομαι 5. φρ. «εἰς ἔλαττον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”